- ασπόνδυλος
- ος , ον зоол, беспозвоночный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασπόνδυλος — η, ο (κυρίως για ζώα) αυτός που δεν έχει σπονδύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
ασπόνδυλος — η, ο αυτός που δεν έχει σπόνδυλους: Το σκουλήκι είναι ασπόνδυλο· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ασπόνδυλα, τα τα ζώα που δεν έχουν σπονδυλική στήλη (αντίθ. σπονδυλωτά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)